- επίστυλον
- ἐπίστυλον, τὸ (AM)το επιστύλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίστυλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστύλου — ἐπίστυλον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστύλων — ἐπίστυλον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστυλα — ἐπίστυλον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)